Σεραφείμ, ο κούκλος!
Θα σας ειπώ μιαν ιστορία, που την έμαθα τούτες τις μέρες μεσούσης της κρίσης, ανάθεμά την κι αυτήν και τους αίτιους. Τέλος πάντων. Λοιπόν ο Παντελής, ξέρετε δα της Θάλειας το σύνευνο, λάτρευε ένα πιότερο απ’ όλα τα ζωντανά του. Ίσως γιατί εκείνο ήταν λογικά κι ο πιο τραγοπρεπής, αγέρωχος, υπερόπτης, αυστηρός, ηγέτης με τα όλα του των ομοειδών ζωντανών του είδους του της περιοχής και το αποδείκνυε κουμαντάροντας ό,τι του αναλογούσε χωρίς δισταγμό και φιοριτούρες.
-Αυτός δεν θέλει καθοδήγηση, είναι αρχηγός, ξέρει ακριβώς τι πρέπει να κάνει ως αρσενικός, καβαλάρης και μαρκαλευτής.
-Κι επειδή ο τράγος πάει από πάνω, θες να πεις πως κι οι άντρες πρέπει να λογίζονται ως καβαλάρηδες, έ, αυτό θες να πεις, τον προκάλεσε έτσι κάπως θυμωμένη η δικιά του, καθόσον φεμινίστρια από τις πρώτες του νησιού και δεν χαμπάριαζε από κεκτημένα των αντρών και τέτοια. Εσύ ειδικά, πατέρα των παιδιών μου, συνέχισε ακάθεκτη, να θυμάσαι πως και μείς βρισκόμαστε από πάνω πολύ συχνότερα από σας, από πάντα δηλαδή ήταν έτσι, αλλά δεν το φανερώνουμε, οι δόλιες, μπας και σας εκθέσουμε, ειδικά από μια ηλικία και μετά σαν τι γίνεται, δηλαδής, για πες μου, για πες μου!
Και κείνος δεν μίλησε, κι ας ήτανε ένας άντρας με τα όλα του, ήξερε να εκτιμά των γυναικών τις αξίες και τα δικαιώματα, αλλά ο τράγος του, ά εκείνος δε γινότανε να είναι το ίδιο με τις γίδες. (Αίγες τις λέμε εμείς, αίγες, ακούς, διόρθωσε ο Παχώμιος ο παντογνώστης, κι ας τις βράζει αφαιρώντας αλύπητα κάθε ίχνος ξυγκιού προς μεγάλη απογοήτευση του αφηγητή του παρόντος!)
-Εν τάξει ρε γυναίκα με τους ανθρώπους, υποχώρησε ο Παντελής, όχι όμως και με τα ζωντανά, μην τρελαθούμε κιόλας, ο τράγος το ίδιο με τις κατσίκες, θα μας κράξουνε παιδί μου, θα μας κράξουνε, δήλωσε αγανακτισμένος δήθεν!
Όταν τα πράματα στο γκουβέρνο αρχίσανε να δυσκολεύουνε και θέλανε πια να βγάζουν κι από τη μύγα ξύγκι, τότε υποχρεώσανε τον κοσμάκη να δηλώνει πόσες κότες, κουνέλια, μαρούλια και λοιπά διαθέτει το φτωχικό του καθενός, καθόσον υπολόγιζαν με το κομμάτι την αντίστοιχη αξία και τα φορολογούσαν όλα, οι αδίστακτοι!
-Ρε ο Λάτσης δηλώνει τις κότες του, αρπαζότανε κάθε τόσο ο Σάββας, πληρώνει φόρο για τα καράβια του, πόσες λαχανίδες φυτεύει το δηλώνει, γιατί εγώ πρέπει να πληρώνω της Παναγιάς τα μάτια για να πάρω μια σύνταξη των τριακοσίων, ρε αιματορουφήχτρες, γιατί, ρωτάω, κανάγιες!
Ήθελε δεν ήθελε κι ο Παντελής, πήγε με σκυμμένο τα κεφάλι, καθόσον προτιμούσε να ‘ναι νόμιμος, και δήλωσε τρεις γίδες, τέσσερα κατσίκια, κι ένα αρσενικό δίχρονο που εξυπηρετούσε όχι μόνο το χωριό του μα και την ευρύτερη περιοχή.
-Μα τι πράμα δηλαδή είναι τούτος και μαρκαλάει το μισό νησί, απόρησε ο ξενομερίτης σώγαμπρος.
-Όχι δα και το μισό, αλλά τα γύρω χωριά τα βολεύει, κόμπασε χωρίς να κρύβεται ο περήφανος ιδιοκτήτης, σαν πόσοι μείναμε θαρρείς δηλαδή, συμπλήρωσε, το νησί στέγνωσε, στους τρεις νέους οι δυο φεύγουν, παλιότερα κάθε χωριό διέθετε και τρεις και τέσσερις τράγους κι ανάλογα κριάρια να τα βλέπεις να χαίρεσαι, αμέ! Βίωνε ο κοσμάκης την δεύτερη ή την τρίτη κρίση στην ίδια γενιά, ά στο διάολο δηλαδή, ά στο διάολο, δεν ξέρω τι περιμένουμε να γενεί με δαύτους!
– Τώρα είμαστε Ευρώπη, είμαστε στην ίδια οικογένεια όλοι τώρα, κανείς κερατάς δεν μπορεί να μας πειράξει, πετάχτηκε ο αισιόδοξος Ευρωπαίος.
-Μπα, αντιγύρισε, ο Σάββας, και γιατί γκρινιάζεις που χάλασες τον δικό σου τράγο, έ, μου λες γιατί;
-Ρε σεις, με ειδοποίησαν πως θα ‘ρθουν για εξέταση αίματος στον δικό μου, τους διέκοψε ο τραγοϊδιοκτήτης ανήσυχος, λέτε να μου τον πάρουν ως κούρεμα λόγω του χρέους;
-Είναι για τον μελιταίο, πετάχτηκε πρόθυμος να εξηγήσει ο σώγαμπρος, και τον κοίταξαν όλοι με δικαιολογημένη περιέργεια, πού γνώριζε ο ξένος τούτη τη λεπτομέρεια;
– Καλά, εσύ ρώταγες ψες αν μπορείς να κεντρώσεις τη φασκομηλιά, και τώρα μας λες πως ξέρεις περί αμελητέου, ρώτησε ήρεμα ο νεροκράτης, και κείνος σοφά ποιών δεν απάντησε. Είχε μάθει, επιτέλους, πως με δαύτους να τα βγάλει πέρα δεν μπορούσε, το χιούμορ αυτών των ανθρώπων έσπαζε κόκκαλα, έτσι και τους έκανε τον έξυπνο ή πέταγε τις συνηθισμένες του αφέλειες, το πλήρωνε ακριβά. Να μάθεις να μην προσπαθείς να τους μοιάσεις, τον κάρφωνε η δικιά του, κακομοίρη μου δε θα σταθείς σε χλωρό κλαρί, ολοκλήρωσε το θάψιμο.
Κατέφτασε η κτηνίατρος, νταρντάνα, γρήγορη, αυστηρή η Μερόπη, την έτρεμαν οι νησιώτες μ’ όλη τους την αναγνωρισμένη καπατσοσύνη και την εξυπνάδα, εκείνη δεν χαμπάριαζε τίποτα όσον αφορά τη δουλειά της, ετοίμασε τη σύριγγα και πλησίασε αδίστακτη το ζωντανό που φουρφούριζε επιθετικά. Άρχισε ο τράγος να κουνάει το κεφάλι του και να χτυπάει το πόδι του κάτω.
-Καλέ, ίδιος ο Κλέαρχος είναι, πέταξε ξαφνιασμένη. Έκανε όμως λάθος, τα μπέρδεψε η κυρία κτηνίατρος, ο Κλέαρχος έμοιαζε αλλά στη δαμάλα του Γρηγόρη κι έτσι γίνανε οι ομοιότητες αχταρμάς στο κεφάλι της γιατρέσσας.
Και μια και αναφέρθηκε εκών άκων ο Κλέαρχος, να το πούμε και τούτο. Σαν τον πήγαν να δει το άλλο ζωντανό στο κονάκι του, το κοίταζε μία από δεξιά, Ομοιότης, μουρμούριζε καθόλου δυσαρεστημένος, έκανε δυο βήματα πλάγια και το θωρούσε κι από αριστερά, Ομοιότης, έλεγε πάλι και χαμογελώντας πονηρά ξεκίνησε για τη γυναίκα του την Παγώνα, Έλα να σου γνωρίσω έναν καινούργιο συγγενή μου, της είπε τρυφερά και την πήγε περήφανος. Κι έχουν να λένε πως έκτοτε, Δαμάλι μου εσύ, γουργουρίζει η δικιά του σε στιγμές ιδιαίτερες!
Ας γυρίσουμε όμως στην γκαρσονιέρα του Σεραφείμ και ας μην παρασυρόμαστε από παρενθετικές λεπτομέρειες, όσο κι αν η σημασία τους έχει ιστορική βαρύτητα, αφού ο χρόνος είναι τόσο γαλαντόμος μαζί τους και τις κρατάει στων ντόπιων τις μνήμες. Η Μερόπη, λοιπόν, δεν περίμενε να σχολιαστεί η λανθασμένη διαπίστωσή της, που κάτω από άλλες συνθήκες θα είχε προκαλέσει σάλο. Δεν τους είχε συνηθισμένους σε τέτοια, ήταν λιγόλογη και μετρημένη, και για να διορθώσει το ατόπημα, γύρισε στον άναυδο Παντελή, Κράτα τον να του πάρω αίμα, διάταξε.
-Έλα, Σεραφείμ, έλα καλέ μου, άρχισε εκείνος να τον χαϊδεύει κρατώντας τον να ηρεμήσει, δεν μοιάζεις στον Κλέαρχο εσύ κούκλε μου, κατακτητή, με τον Σεραφείμ είσαι ίδιος, αντράκι μου, σαν και κείνον πηδάς, άσε πια τα γένια σας, αμ το μάτι ίδιο είναι, αγόρι μου, ίδιο … και γύρισε στην εξαγριωμένη κτηνίατρο που έφευγε φωνάζοντας έξαλλη!
-Βάφτισες Σεραφείμ τον τράγο, έ, Σεραφείμ, αντίχριστε, έτσι σέβεσαι εσύ τον Παναγιότατο, κολασμένε, θα σε μάθω εγώ, και πάλι καλά που δεν του πέταξε τη σύριγγα στο κεφάλι!
-Μερόπη, έ Μερόπη, ο Σάββας φταίει, όχι εγώ, πάσχισε μάταια να την καλμάρει ο Παντελής, αυτός βαφτίζει τα ζωντανά κατά πώς τον συμφέρει, να, το γουρούνι του το φωνάζει Σόιμπλε, ο αντιμνημονιακός, έλα βρε Μερόπη να πάρεις αίμα του Σεραφείμ, μπας κι έχει αμελητέο το ζωντανό, τι σου φταίει, γαμώ το μου!
Είχε λησμονήσει πως η καλή υπάλληλος, ως κτηνίατρος μεν έπραττε όλα τα χρειαζούμενα στα ζωντανά χωρίς δισταγμό και πισωγυρίσματα, αλλά ήταν και Θεούσα η καλή σου, ήταν αγύριστο κεφάλι και διόλου ανεκτική. Παναγιότατο, αποκαλούσε ex officio τον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, άρα ανάλογος και ο σεβασμός που του όφειλε το ποίμνιό του. Όχι και τράγος, κύριε Αλέξη μας, όχι και τράγος!
