Έμαθα να μαστορεύω …
Μάντρα με υλικά οικοδομών κάπου στην αθάνατη Ρούμελη, όπου ακούγεται διάλογος μεταξύ πελάτη, φίλου του μάστορα και του βοηθού του, παρουσία ετέρου παρατυχόντος πελάτη και της ιδιοκτήτριας της μάντρας.
-Πόσα θες ρε Ηρακλή να γαμήσ’ του μάστουρά σ’;
-Χμμμμ, ο Ηρακλής.
-Αν σ’ δώκω εκατό ηυρώ θα τον πδήξεις, λέγε ρε!
-Χμμμμ, πάλι ο βοηθός του μάστορα.
-Τι Χμμμ ρε μαλάκα, ουρίστει να τα κάνουμει εκατόν πενήντα, άντε ηπειδής είσει σύ, τον γαμάς μη τόσα, λέγε ρε, ευκαιρία είνει!
-Ούιιιι.
-Γιατί ούιιιι ρε παπάρα, σε πόσεις μέρες θα βγάλς εκατόν πενήντα ηυρώ, ξηχνάς πως έχουμει και κρίσ’, ααα το ξέχασεις αυτό έ, άντε να σ’ δώκου διακόσα, κι μη μ’ πεις ούι θα ση σβηρκώσου, μπρος μη ξεθέουσες … γιατί δεν απαντάς ρε χάχα, να, θα βάλ’ κάτ’ κι ου κύριους, θα δώσητει κι σεις κύριε κάτ’ να γαμήσ’ ου Ηρακλής του μάστουρα;
-Μόνο πενήντα μπορώ να δώσω για το εν λόγω εγχείρημα.
-Ουρίστε, μαλάκα, για το ηγχείρημα θα δώκ’ κι ου κύριους ακόμα πενήντα, ρε βλάκα, φτάσαμει διακόσα πενήντα ακατέβατα, για λέγε, για λέγε θα τουν φερμάρς;
-Ούιιιι.
-Θα μη τρηλάνς ησύ, όρνιου … ρε μαλάκα, για πεμ’ να καταλάβου, τ’ Χαρίκλεια τς Γαρέφους, γιατί την πδάς κάθη μέρα στην αχυρώνα τ’ ψάλτ’ κι μάλιστα τζάμπα, και του μάστουρα δεν τουν γουστάρς μη τόσα λεφτά;
-Η Χαρίκλεια έχ’ πιρσότερεις τρούπες, να γι’ αυτό! Και χραααπ η σβερκιά απ’ το μάστορα.
-Τι είπεις ρε τσογλάν’, δηλαδής δε με πδας επειδής έχου λιγότερεις τρούπες απ’ τ’ Χαρίκλεια, γι’ αυτό, και να δεύτερη σβερκιά!
-Τι μη βαράς μάστουρα, είπα γω τίποτις;
-Πώς δεν είπες, ρε τουμάρ, το ξηφούρνσεις αλλιώτκα, πως θα μη γάμαγες αν δεν είχεις τ’ Χαρίκλεια με τς πουλλές τρούπεις, κι για να λέμει και την πραγματικότητα, τι κάνς, ρε όρνιου, κάθε μέρα π’ δε νογάς τίποτις, δε με γαμάς χουρίς σάλιου, γαϊδούρ, σα μ’ βγάζεις τουν καρκίνου να σ’ δώκου να καταλάβς, κι σ’ δίν’, μαλάκα, κι λεφτά κι λές όχ, πηρίμενε να πάρς τώρα μερουκάματου, να ειδείς ησύ!
Στο σημείο αυτό υπήρξε υπέρ του τυραννούμενου Ηρακλή αυστηρή παρέμβαση της (παρούσης απ’ αρχής του διαλόγου) ιδιοκτήτριας της μάντρας, κωλοπετσωμένης, εκ των πραγμάτων της πιάτσας, εξηντάρας:
-Ρε δε παρατάτε του πηδί να κάν’ τ’ δλειά τ’ μη τ’ Χαρίκλεια, να ειδούν χαΐρ κι οι δυο, π’ κάνειτει καλαμπούρια στην πλάτη τ’, άειντι σαπέρα λέου γω!
Άμεση και η ατάκα του ταλαίπωρου βοηθού παίρνοντας θάρρος από τη στήριξη.
-Ντάααξ, αλλά σα μάθου τη δλειά θα ειδείτει σεις …
-Τι θα γέν’ ρε σα μάθς τ’ δλειά, για πέστου να ξέρουμει κι μείς.
-Δε λένει «έμαθα να μαστουρεύου κι γαμώ το μάστορά μ’;» αυτό θα κάνου κι γω τότες κι χωρίς ευρώ!!
