Quantcast
Viewing all articles
Browse latest Browse all 167

Μετά τέτοια αποτελέσματα…ώρα για ρακή!

Το ρακοπότηρο …  του θριάμβου και της παρτηγοριάς

(Προδημοσίευση από » Το γηροκομείο του παραδείσου»)

 

Οι δύο ήταν εύσωμοι, δηλαδή θα υποστήριζες άνετα και χωρίς παρεξήγηση πως είναι λίγο πριν το χοντροί, εξάλλου ποσώς θα τους ένοιαζε όπως και να τους περιέγραφες, αρκεί να μην έθιγες το μουστάκι τους, αυτό φάνηκε καθαρά από τον τρόπο που το χρησιμοποιούσαν (στρίβοντάς το μετά αυστηράς συνοφρύωσης) ως βοηθητικό, αν όχι συμπληρωματικό, πάντως αποδεικτικό στοιχείο των υποστηριζόμενων, συνήθεια παγίως χρησιμοποιούμενη, άρα δε σήκωναν αμφισβήτηση σε συζήτηση οιουδήποτε θέματος …

Ο τρίτος ήταν λεπτός, θα ήταν απερισκεψία και μόνον να τον ρωτήσεις πώς έτσι και δεν ήταν κι αυτός εύσωμος, τίποτα δε συνηγορούσε σε κάτι τέτοιο, και γιατί όχι, θα ρωτούσε ο υποψιασμένος, οπότε εύκολη θα ‘ταν η απάντηση, κατ’ αρχήν με τόση νευρικότητα (που δύσκολα κρυβότανε) ήταν αδύνατο να επιτραπεί στα εγκεφαλικά και γαστριμαργικά κέντρα, τα αρμόδια για το πάχος, να του επιτρέψουν την αύξηση βάρους, αφ’ ετέρου ο άνθρωπος ήταν εργαζόμενος, σε αντίθεση με τους άλλους δυο που όλα πάνω τους έδειχναν μιαν ηρεμία, μια μακαριότητα, μιαν εν πάσει περιπτώσει αγαλλίαση πλήρως απουσιάζουσα από εργαζόμενους σε τούτη τη χώρα, όπου ανά πάσα στιγμή κινδυνεύει ο οιοσδήποτε (εργαζόμενος, ακόμα και νοικοκύρης ων, ακόμα και μικροαστός!) κινδυνεύει λέγω να χάσει τη δουλειά του, βεβαίως αγαπητέ αντιρρησία, κινδυνεύει να χάσει αυτό που λέμε εργασία, τους καιρούς ειδικά τούτους που τους αποκαλούμε, περίοδος της Κρίσης, μάλιστα κύριε, με κεφαλαίο το Κ παρακαλώ …

Τέλος ο ίδιος της παρέας, ο τρίτος ούτως ειπείν, δε γινόταν να είναι χοντρός, όπως οι λοιποί, καθόσον του ‘λειπε κάθε ίχνος αισιοδοξίας, όπως εύκολα θα συμπέρανε εντός τρίλεπτου όχι μόνο τυχαίος ωτακουστής, αλλά και κάθε πελάτης τού σοβαρού, εμπνέοντος μάλιστα δέος, καταστήματος. Βλέπετε η δουλειά του ήταν αυτή του φαρμακοποιού, παλιότερα συνώνυμη με του τοκογλύφου, κυρίως εις την φθίνουσα και ουχί αθάνατη πλέον επαρχία, καθόσον ο εκτός πρωτευούσης φαρμακοποιός, λόγω του κύρους αφ’ ενός, της ακρίβειας των καιρών και των φαρμάκων αφ ετέρου, της φήμης ως σφαγέα στις τιμές των προϊόντων του εκ τρίτου, των χημικών γνώσεών του τέλος – αφού τότε φάρμακα δεν εύρισκες σε συσκευασίες, ούτε καν τις ενέσεις, και μην παραξενεύεστε οι νεότεροι, όλα παρασκευάζονταν από το φαρμακοποιό με οδηγό συνταγή ιατρού (εχθρό συνήθως του φαρμακοπαρασκευαστή) – άρα ο εν λόγω ήταν παγκοίνως περίβλεπτος, επίφοβος και μισητός, εκτός από πλούσιος που τα μάλλα συνέβαλλε στο τελευταίο.

Επομένως τι τον εμπόδιζε, αν ήθελε, να γίνει και τοκογλύφος, τίποτε, απαντάμε ευθέως, τίποτε απολύτως δεν τον εμπόδιζε, εάν ήθελε βεβαίως, τότε και μόνον τότε γινόταν και τοκογλύφος, διότι κανείς που δεν επιθυμεί και δη λυσσαλέα, αλλά ούτε και όποιος επιθυμεί μεν σφόδρα πλην όμως είναι ανίκανος και άφραγκος (ναι, υπάρχουν και φαρμακοποιοί φτωχοί, και δεν θέλω αντιρρήσεις), μπορεί να εξελιχθεί σε τοκογλύφο, επομένως τι έκανε νιάου νιάου στα κεραμίδια, οσάκις απαντάτο τοκογλύφος, ήταν απλό, επρόκειτο περί ενός φαρμακοποιού που ήθελε, μπορούσε και έγινε τοκογλύφος, μάλιστα, αλλά ο δικός μας δεν είναι τέτοιος!

Επανερχόμενοι στους τρεις φίλους λοιπόν, αποδείξαμε πως ο τρίτος, και μόνον τούτος, δεν μπορούσε να είναι χοντρός όπως οι άλλοι δύο -δεν εννοούμε δε πως το επιθυμούσε κιόλας, αλλοίμονο να συνέβαινε κάτι τέτοιο – επίσης ήταν και ο μόνος άνευ μύστακος, διότι λένε, πως εκ παραδόσεως οι φαρμακοτρίφτες δεν φέρουν μύστακα πολλώ μάλλον πυκνή και πλούσια κόμη ή ακόμα χειρότερα περούκα ή περουκίνι, καθόσον, φανταστείτε, τη στιγμή που παρασκευάζοντας ευαίσθητο και πολύπλοκο φάρμακο και εν μέσω της φαρμακοτριψίας, δεδομένου πως περί ιερουργίας επρόκειτο, να ‘ξυνε το κρανίο του από απορία ή να δάγκωνε τον μύστακά του, ή εκεί εν τω περατούσθαι, να τον έστριβε αρειμανίως και κάποια αναιδής θριξ να συνέβαλλε στο μίγμα, ποια θα ήταν έκτοτε η φήμη που θα τον ακολουθούσε; Να το υποθέσουμε μετά θάρρους, θα ήταν εκείνη η καταλυτική «ο φαρμακοποιός με τις τρίχες» να λοιπόν γιατί δεν απαντάμε την σήμερον ημέρα μύστακα και παρόμοια πίσω από τους πάγκους των καταστημάτων αυτών με τον λαμπιρίζοντα κόκκινο σταυρό. Τηρούν την παράδοση, έστω και αν οι νεότεροι αγνοούν το λόγο.

Από την εμπρόσθια πλευρά τού συγκεκριμένου πάγκου εν τω μεταξύ, είχεν ήδη σχηματιστεί ουρά εξ ομοειδών πελατών, πάει να πει επαρκώς ηλικιωμένων και κυρίως θήλεος γένους, καθόσον τώρα αυτό παρατηρείται σε όλες τις ουρές καταστημάτων δημοσίων τε (Εφοριών, Υπουργείων, Ταμείων…. ) και ιδιωτικών (Τραπεζών, Νοσοκομείων, ΔΕΗ, ΟΤΕ, Ταχυδρομείων, ΕΥΔΑΠ όπου να ‘ναι, Λιμένων, Αεροδρομίων, Διοδίων κάθε είδους…) εκτός καφενείων, προποτζίδικων και μπουρδέλων (θα μας απασχολήσει άλλη φορά τούτο).

Στο μικρού μεγέθους συνοικιακό φαρμακείο η ουρά ανανεώνεται συνεχώς, γιγαντώνεται δε κατά στις περιπτώσεις που ο καλός μας αμούστακος λειτουργός συμμετείχε επιθετικός στη συζήτηση των δύο συντρόφων του, η οποία σημειώστε πως δεν ήταν και τόσο συνηθισμένη, ουδόλως δε ποδοσφαιρικού ή ακόμα και περί το σεξ περιεχομένου. Ήταν μια συζήτηση απλή μεταξύ τριών ντόπιας καταγωγής (ουχί βεβαίως γκάγκαρων) φίλων, που κάλυπτε αλληλοδιάδοχα θέματα. Ανάλογα δε με το προσεγγισμένο ζήτημα ανεβοκατέβαινε και ο τόνος της, δεν έλειπαν φυσικά και οι παρεμβάσεις των σεβαστής ηλικίας πελατισσών, που εισέβαλλαν μετά πάθους στο διάλογο εκτοξεύοντας, μάλιστα, σωστά διαβάσατε, εκτοξεύοντας άποψη περί της οποίας δεν σήκωναν κουβέντα!

Οσάκις επομένως εμπλεκόταν και ο φαρμακοποιός μας, τότε άναβε για τα καλά η ανταλλαγή λεκτικών ριπών και έτσι δικαιολογείται η διείσδυση κάποιας από τις βιαστικές λοιπές κυρίες που επανέφερε την τάξη, και εκεί αποδείκνυε ο έμπειρος ταλαντούχος την αντιπάθειά του στην εμπορική ιδιότητα, περιοριζόμενος σ’ εκείνην του παρασκευαστή φαρμάκων, Πώς είπατε μαντάμ, θέλετε αντιβιοτικά χωρίς συνταγή ιατρού, πόσες φορές θα σας το πω πως έτσι αυτοκτονείτε σεβαστή μου κυρία, δεν πεισθήκατε με την απώλεια του λατρευτού σας συζύγου εκ της ασυγκράτητης χρήσεως αντιβιοτικών και θέλετε να τον ακολουθήσετε και σεις, δεν άκουσα, ουδόλως σάς ήτο λατρευτός, μα τι είναι αυτά που ομολογείτε δημόσια μαντάμ, ήταν κόπανος ο μακαρίτης και ευτυχώς που την έκανε ενωρίς έστω και με τα αντιβιοτικά, αυτό μας λέτε δηλαδή, και τούτα εδώ δεν προορίζονται για λόγου σας αλλά προορίζονται για την κουνιάδα σας είπατε, τέλος πάντων κυρά Ευμορφία, εγώ είμαι υποχρεωμένος να σας προειδοποιώ, όπως είμαι και υποχρεωμένος να σας πουλήσω ό,τι μου ζητήσετε, εκτός των ναρκωτικών βεβαίως, δεν θέλετε απ’ αυτά είπατε, επιτέλους δεν σας πρότεινα να πάρετε χασισάκι, δεν είναι είπατε το χασίσι ναρκωτικό, έλεος κυρία μου, λοιπόν να τελειώνουμε με σας, ορίστε το δεματάκι σας, σαράντα δύο ευρώ κυρία Ευμορφία, μάλιστα είναι ακριβά, μάλιστα θα γινόμουνα τοκογλύφος άλλη εποχή, τώρα δεν θέλω να είμαι τοκογλύφος, ορίστε εσείς κυρία Μενεμένη, τι θέλετε …

Οι επαΐοντες ίσως να καταλάβατε, πως η εν λόγω κυρία ήταν η Ευμορφία, πασίγνωστη στη γειτονιά για τα γιαπράκια της, που είχε παρακολουθήσει μετά φανατισμού όλες τις προηγηθείσες συζητήσεις – κυρίως μεταξύ των δύο εύσωμων μυστακοφόρων και του φαρμακοποιού – αλλά και τις εμπλοκές τινών εκ των προηγηθεισών πελατισσών. Γνώριζε τις μέρες και ώρες που η σύναξη συντελείται στου Πελοπίδα και δεν έχανε ευκαιρία, πάντα παρούσα η Ευμορφία, έκπαλαι εξάλλου ερωτευμένη με το γιατρό, αλλοίμονο, όλοι το γνώριζαν, κανείς δεν επιχειρούσε να εκμεταλλευτεί τον γεροντικό έρωτα της συγκεκριμένης, αφού από τα τρυφερά της χρόνια είχε αφιερωθεί στον συγκεκριμένο άντρα, που περί άλλα τύρβαζε βεβαίως και άλλη ρότα είχε επιλέξει στην πολυτάραχη ζωή του (άλλη ιστορία και τούτη, αν προκάμουμε θα την αποθανατίσουμε γραπτώς καθόσον Scripta manent, verba volant)…

Δεν έχει φάρμακο σήμερα; Ρώτησε ο συγκεκριμένος εύσωμος ασκών μέχρι πρότινος την ιατρική επιστήμη, ολίγον ιδρωμένος τώρα και καθήμενος στην πολυθρόνα του ιδιοκτήτη, όπισθεν του απανταχού των φαρμακείων απαραιτήτου γραφείου, και επειδή, ο Πελοπίδας, αδιαφόρησε να απαντήσει μάλλον επίτηδες, επανέλαβε στεντορεία τη φωνή ο Σαμψών, όνομα εις το οποίον αποκρίνεται, όπως μάθαμε εντός ολίγου, Πελοπίδα, σε ρώτησα για ρακί και μην κάνεις πως δεν άκουσες, Εγώ δε θα σε βοηθήσω να αυτοκτονήσεις, Σαμψών, τελεία και παύλα, Βρε ρακί σου ζήτησα δε σου ζήτησα να με αυτοκτονήσεις, άσε τώρα τις εξυπνάδες και φέρτο, Δεν έχω ποτήρια, Και πότε χρειαστήκαμε, Πελοπίδα, ποτήρια, φέρε τα συνηθισμένα που ‘ναι γεμάτο το ντουλαπάκι σου, άντε μπράβο, Μα δε σε νοιάζει, βρε παλάβρα, να πίνεις ρακί σε ουροσυλλέκτη, έλα Παναγία μου, σταυροκοπήθηκε δήθεν έκπληκτος ο τρίτος της παρέας, (θεράπων αυτός της επιστήμης του δικαίου, πάει να πει δικηγόρος, όπως π.χ. ο δικός μας Παχώμιος ου μην αλλά και ο Μόσχος ο ποιητής, αμέ!)

Αποκαλύφθηκε η αλήθεια αυθωρεί, (καίτοι δεν απαιτείτο καθόσον καθημερινή μάρτυς παρομοίων σκηνών η Ευμορφία), και έτσι έγινε αντιληπτό πως για τα μάτια προοριζόταν ο διάλογος, για το θεαθήναι δηλαδή των όποιων παρόντων, ήτοι ως δικαιολογία, αφού εθεάθη ο Πελοπίδας να κουβαλάει, ουδόλως τελετουργικά, τρία πλαστικά ποτηράκια με στεγανό καπάκι και σε ειδική αποστειρωμένη συσκευασία, που έσπευσαν και οι τρεις να πετάξουν στον παρακείμενο κάλαθο και να τα πληρώσουν από την, ως διά μαγείας εμφανισθείσα, μποτίλια με το άχρωμο υγρό!

Είστε οι χειρότεροι πελάτες, κανείς σας ποτέ δεν σκέφτηκε να μου αναπληρώσει τη ρακή και τα ποτήρια μου, Βρε Σάυλωκ, αφού και συ το τσούζεις, πόσο κοστίζει εξάλλου η πλαστικούρα σου και γκρινιάζεις, Να μην γκρινιάζω λένε, κυρία Μενεμένη μου, να μην γκρινιάζω, κάθε μεσημέρι μου κουβαλιούνται για ρακή, η κατανάλωση στα ποτηράκια τούτα είναι τέτοια που με πήρε στο τηλέφωνο ο προμηθευτής να σιγουρευτεί για την ποσότητα, «Κανένα απολύτως φαρμακείο στο νομό Αττικής δεν προμηθεύεται τόσους ουροσυλλέκτες», έτσι μου είπε ακριβώς, τι να του απαντήσω, πως οι μουστερήδες από δω μου ‘ρχονται αμελλητί και θρονιάζονται πίνοντας, οι κύριοι, τον αγλέορα και κουτσομπολεύοντας τα πολιτικά πρόσωπα μηδέ εξαιρουμένου του κυρίου Πρωθυπουργού μας, ειδικά μάλιστα αυτουνού

Τράβηξε πάντως ο καλός φαρμακοδεσπότης το συρτάρι που έγραφε απέξω με κραυγαλέα γράμματα, Προσοχή, ποντικοφάρμακο και εμφάνισε μια σακούλα με πασατέμπο, Δεν μπορώ άλλο τον πασατέμπο, σου το ‘πα και χτες πως μου προκαλεί… μετεωρισμούς, γκρίνιαξε ο θεραπεύων τη δικαιοσύνη, αλλά βούτηξε μια χούφτα και άρχισε να μασουλάει μετά του ουδόλως διαμαρτυρόμενου ιατρού.

Στην τρίτη ρακοπροσκύνηση, έδειξε σαφώς να παρασύρεται από τη συγκίνηση για άγνωστο στην παρακολουθούσα πελάτισσα λόγο, φάνηκε εμφανώς η σχετική ροδόχρους απόχρωση, οι οφθαλμοί γλύκαναν αρχικά και σταδιακά υγράνθηκαν έως δακρύων, η φωνή τρεμούλιασε τού παραλίγο τοκογλύφου, (αν λειτουργούσε βέβαια ως φαρμακοποιός πενήντα χρόνια πίσω και σε επαρχιακή κωμόπολη, ως τότε απαντάται ο μοιραίος συνδυασμός) …

Στη ζωγραφική θ’ αποτυπώσω τη θλίψη μου, απάγγειλε στεντόρεια τη φωνή, μ’ αυτήν θα περάσω στους επερχόμενους την οργή μου, θα ‘θελα με τούβλα να δηλώσω την άρνησή μου στον συμβιβασμό, πλησίστια θα ‘ταν τότε η μοιραία κατάληξη και για μένα, όργανο πάντως δε θα ‘μουνα των θανατηφόρων φαρμακοβιομηχανιών και της τυποποίησης, ελεύθερος θα παρασκεύαζα οτέ μεν τα ιοβόλα για την πλουτοκρατία σκευάσματα, οτέ δε τας αλοιφάς της λήθης και της γιατρειάς για τη φτωχολογιά, αν μάλιστα μπορούσα θα εξολόθρευα την Τάξη αυτή την Λούμπεν Μεγαλοαστική των πλουτοκρατών που άνοες την αποτελούν …

Πελοπίδα …  τον σταμάτησε ο προσωρινός καταληψίας της πολυθρόνας του ιδιοκτήτη, Πελοπίδα, λέγω, συγκρατήσου, δεν είμαστε στο Πολυτεχνείο, ούτε είναι δικτατορία τώρα, Πώς δεν είναι δικτατορία, άπιστε, μη μου πεις πως δεν είναι χούντα τούτοι δω, τι είναι δηλαδή, σωματείο φιλανθρωπικό ή κάποια ΜΚΟ Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου, μη χέσω, αχ η καλή μου, η μούσα μου, η συντρόφισσά μου, γιατί να φύγει νωρίς, Πελοπίδα, πάνε τέσσερα χρόνια που η μούσα σου αγγελοποιήθηκε, δήλωσε ψυχρά, ο αναίσθητος ιατρός …

Και λοιπόν, τι θες να γίνει δηλαδή, επειδή πέρασαν τέσσερα χρόνια να την απορρίψω στον καιάδα της λησμονιάς, άκαρδε, και εκατόν τέσσερα να περάσουν εγώ … εγώ … και ακράτητα ξεκίνησαν να ρέουν τα δάκρυα, ο άνθρωπος υπέφερε, ήταν καθαρό πως βρισκόταν στο στάδιο εκείνο της ονοπνευματοκατάνυξης που περνάμε από τη φάση του θυμού σ’ αυτήν των κλαυθμών και των οδυρμών, πετάχτηκε αίφνης όρθιος και ανεβαίνοντας στο σκαμνί που ‘χε για τα ψηλά ράφια, άρχισε να ψάλλει στεντορεία τη φωνή Εμπρός της γης οι κολασμένοι… ευαγγελιζόμενος γνωρίζουμε όλοι τι!

Ο γιατρός (αντιστασιακός και δαύτος καθώς κι οι δυο του φίλοι εξάλλου, όπως καθαρά προέκυψε από τις αναφορές τους στο έπος του Πολυτεχνείου) καθώς και ο δικηγόρος, στάθηκαν δίπλα του και συνόδευσαν τον άδοντα με μπάσα φωνή κοντράλτα ο ένας και σεγκόντο με την άνεσή του ο έτερος, ου μην αλλά και τις ανάλογες χειρονομίες, άναυδη η προτελευταία πελάτισσα η Ευμορφία, κατενθουσιασμένη η τελευταία και Μενεμένη καλούμενη, που σιγομουρμούριζε τον ίδιο παιάνα συνοδεύοντάς τον με βηματισμό τοπικό χορευτικό των επαναστατών του Γαριβάλδη, άναυδοι ωσαύτως και όσοι περνώντας απέξω, στάθηκαν να θαυμάσουν το τρίο να άδει ογκανίζοντας την ανοιξιάτικη τούτη μέρα το συγκεκριμένο επαναστατικό άσμα, γνωστό και νοσταλγικό σε όλους, πιστούς τε και μη.

Αναχώρησε η Μενεμένη, έχοντας λησμονήσει το λόγο που την έφερε στο εν λόγω κατάστημα, έπιασε τον εαυτό της να μουρμουρίζει έμπλεη αισιοδοξίας και πατριωτικού ενθουσιασμού, Ποτέ μα ποτέ καμία Μέρκελ και κανείς Γερμανός ή έτερος αλλά και ντόπιος κρυόμπλαστρος ευρωενωσίτης, ή δουνουτίτης, ή ακόμα και τέως κομμουνιστής, ιδία τοιούτος, γαμώ το κέρατό τους ολουνών, δε θα δυνηθεί να συντρίψει την αδάμαστη θέληση που διοχετεύει απλός τις ουροσυλλέκτης διά της αθάνατης και ταλαντούχου ρακής, Ποτέ! 


Image may be NSFW.
Clik here to view.
Image may be NSFW.
Clik here to view.

Viewing all articles
Browse latest Browse all 167

Trending Articles