Ο Αρτέμης ο Λέλεκας ανάμεσα σε ανθρώπους και άλλα ζώα
(Απόσπασμα)
………………
Όρμισε το κορίτσι πάνω στο σώμα του λατρευτού της γονάτισε κι έσμιξε τα χέρια της μπρος στο στήθος της, άρχισε το πανοκόρμι να λυγίζει μέχρι που ακούμπησε το κεφάλι της στο δικό του το καταματωμένο, ύστερα ξεκίνησε κείνο το σκούξιμο που το επαναλάμβανε μέχρι που δεν μπορούσε κανείς ν’ ακούει χωρίς να κλαίει, ακόμα και κάποιες απ’ τις γυναίκες του «κύκλου» του Παπακατσίκα σα να λησμόνησαν τι είχαν κάνει νωρίτερα και ξεκίνησαν κι αυτές το μοιρολόι μαζί με τις άλλες τις δικές του, ένας ολοφυρμός που κανείς δε θυμότανε να ‘χε ακουστεί στο χωριό και τα γύρω μέρη. Αναγνώρισαν όμως σαν κάτοχοι από πάντα οι άνθρωποι το θρήνο που τον φυλάνε βαθειά μέσα τους οι γυναίκες κι όλα τα θηλυκά ζώα του κόσμου τούτου και τους βγαίνει σαν χάνεται γέννημα δικό τους και τότε μαθαίνουν πως κρύβεται αυτή η κραυγή για ό,τι προέρχεται απ’ τις ίδιες κι όχι μόνον για το δικό τους το χαμένο πλάσμα αλλά και των άλλων μανάδων, γιατί μόνον αυτές ξέρουν κι έχουν απ’ τη φύση το χάρισμα και να γεννούν και να πενθούν μ’ αυτόν τον τρόπο για του κορμιού τους το βλαστάρι, είτε γυναίκα είναι ή άλλη θηλυκιά ύπαρξη απ’ τα λοιπά τα όντα της γης, γιατί όλες είναι μανάδες κι αυτές μονάχα ξέρουν!
Ακουγόταν κι ένα βουητό που όλο υψωνόταν, δεν ήταν ακριβώς ήχος που τον γνώριζαν, κάτι άγνωστο και φοβερό εκτυλισσόταν και τότε το ανατρίχιασμα κι ο θρήνος μετατράπηκε σε τρόμο, το βουητό που όλοι κατάλαβαν πως ανήκε σ’ άλλους που δεν μπορούσαν να δουν, ενώθηκε με τον ολολυγμό, ήταν τόσο καθαρή η συμπυκνωμένη οργή, η κατηγόρια, η απειλή αντάμα, όλα μαζί σε μια μακρόσυρτη κραυγή, από μονιασμένες κι αμόνιαγες υπάρξεις να συντηρούν την τραγωδία καλύπτοντας το χώρο της ορχήστρας κι ακόμα παραέξω, συμμέτοχοι στο δράμα υπεύθυνοι κι ανεύθυνοι, φίλοι πολλοί κι εχθροί λιγότεροι….
Κανείς από τους πρόθυμους φονιάδες δεν έδωσε στον εαυτό του την ικανοποίηση, πως η δικιά του βολή ήταν εκείνη που έσβησε κάθε ελπίδα στον Αρτέμη να παίξει το ρόλο που του ‘χε η φύση αναθέσει… τη σκότωσαν αυτήν την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο για κάθε ζωντανό…
Άκουγε ο θαυμαστός νέος στο τέλεμά του τους ίδιους ήχους σαν έτρεχε στο δάσος ξέχωρα απ’ τους υπόλοιπους, είναι τυχερός όποιος διακρίνει το τραγούδι της φύσης, που άδουν κεφάτοι οι κάτοικοί του ζώα κάθε είδους, ψάρια των χειμάρρων, κοπάδια με τα κουδούνια τους, πουλιά στο κελάηδημα, φυτά και δέντρα και λουλούδια ανθισμένα και μη στην κίνησή τους απ’ τον άνεμο, ξυλοκόποι και διερχόμενοι, από ήχους μακρινούς και κοντινούς που συνθέτουν κάθε στιγμή τον συλλογικό μοναδικό παλμό της γης, των νερών και του αέρα μαζί μ’ ότι επιβιώνει και χαίρεται σ’ αυτήν… πολύ τυχερός όποιος ακούει το τραγούδι τούτο κι ακόμα πιο τυχερός όποιος το ‘χει στη μνήμη του!!
……………………………….
